μουσαφίρης

μουσαφίρης
ο, θηλ. μουσαφίρισσα
επισκέπτης που φιλοξενείται σε ένα σπίτι, φιλοξενούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. misafir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουσαφίρης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), πληθ. ηδες και αίοι, ο επισκέπτης, ο φιλοξενούμενος: Μαγείρεψα πολλά φαγητά γιατί περιμένω μουσαφίρηδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος 3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους» 4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία 5.… …   Dictionary of Greek

  • αμπονάτος — η, ο τακτικός επισκέπτης, μουσαφίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ενετ. abonato] …   Dictionary of Greek

  • επίξενος — ἐπίξενος, ὁ (Α) [ξένος] 1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης 2. (γενικά) ξένος 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος» …   Dictionary of Greek

  • μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • νταλκαβούκης — ο 1. παράσιτο, κόλακας, γελωτοποιός 2. αμόρφωτος, άξεστος 3. επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalkavuk] …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • musafir — MUSAFÍR, Ă, musafiri, e, s.m. şi f. Persoană care vizitează pe cineva sau căreia i se oferă vremelnic ospitalitate; oaspete, invitat. [var.: mosafír, ă s.m. şi f.] – Din tc. misāfir. Trimis de ana zecheru, 18.10.2007. Sursa: DEX 98  MUSAFÍR s.… …   Dicționar Român

  • ακαρτέρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν περιμένουμε: Μας ήρθε μουσαφίρης ακαρτέρητος. 2. ανυπόμονος: Πάντα ήταν άνθρωπος ακαρτέρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”